εμπολή

εμπολή
και αμπολή, η (AM ἐμπολή)
νεοελλ.
1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή
2. αρδευτικό φράγμα
3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση
μσν.
εισαγωγή εμπορεύματος (βλ. και ἐμβολή)
αρχ.
1. εμπόλημα, εμπόρευμα, πραμάτειες, εμπορικά είδη
2. αποστολή εμπορευμάτων
3. εμπόριο, συναλλαγή, δοσοληψία
4. κέρδος από εμπόριο, χρήματα
5. το κέρδος τών πορνών και τών πορνοβοσκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμπολή (πρβλ. εντολή), αρκαδ. ινπολά, πιθ. < *εμπέλω, -ομαι. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. πέλομαι* (με τη σημασία τού «κινώ, κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. πωλώ (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, παρά τη σημασιολογική τους ομοιότητα). Με το προθηματικό εν- δηλώνεται η κίνηση η οποία περιλαμβάνεται στη σημασία τής λέξεως.
ΠΑΡ. εμπολώ
αρχ.
εμπολεύς
αρχ.-μσν.
εμπολαίος, εμπόλημα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απεμπολή, παρεμπολή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐμπολή — merchandise fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολῇ — ἐμπολάω get by barter pres subj mp 2nd sg (doric) ἐμπολάω get by barter pres ind mp 2nd sg (doric) ἐμπολάω get by barter pres subj act 3rd sg (doric) ἐμπολάω get by barter pres ind act 3rd sg (doric) ἐμπολάω get by barter pres subj mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολαῖς — ἐμπολή merchandise fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπολήν — ἐμπολή merchandise fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭГИНА —    • Aegīna,          Αιγίνη, позднее Αιγινα, н. Эгина или Энгия, остров в Сароническом заливе между Арголидой и Аттикой, не многим более 2 кв. миль величиной, в большей части горист (Τριπυργία, Πανελλήνιον), на равнинах (на западе)… …   Реальный словарь классических древностей

  • EMBOLA — Graeca vox Ε᾿μβολὴ, in genere transvectio mercium est, quae in anvem ἐμβάλλονται, iniciuntur; In specie sic dicta est olim sollennis et annua publicarum specierum transvectio, quae ex Aegypto fiebat; onus navium Alexandrinarum, quae αἰσία ἐμβολὴ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EMPOLA — Graece Ε᾿μπολὴ, quaestus seu captura: unde Empolaria mulier, apud Plin. scenica est seu quaestuaria; nisi malis Emboliariam legere, Vide supra. Item merx, seu onus navis, quod proprie ἐμβολὴ seu ἀναβολὴ est: unde Αἰγυπτία ἐμπολὴ; ut vidimus in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PROSTIBULUM, a PROSTANDO — quae venalem pudorem habet: alias prostituta, locô Suetonii mox citandô: Graece ἀπὸ τέγους πόρνη. Epist. apocr. Idremiae, Δώσουσι δὲ ἀπ᾿ αὑτῶν καὶ ταῖς ἐπὶ τοῦ τέγους πόρναις. Τ´εγος enim seu ςτέγος, alias κλισία, cesta meretricia est, οἴκημα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHOPOPOLA — Graece Ρ῾ωποπώλης, Gallice Espicier, qui merces omnes mixtas ac minutas vendit, quae Medicis, Pictoribus, Tinctoribus et Myrepsis conducunt. Latinis Seplasiarius, παντοπώλης. Marcellus, Quodque ab Idumaeis vectum seplasia vendunt, Et quidquid… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμπολος — (I) ἔμπολος, (Α) (ως επίθ. τών Διοσκούρων) έμπορος (βλ. ἐμπολαῑος). (II) η, ο (ως βοτανικός όρος) «έμπολη ιδιότητα» η ιδιότητα τών φυτών, κατά την οποία, όταν κοπεί ένα μέρος τους από το μητρικό άτομο, εμφανίζει σε κατάλληλες συνθήκες βλαστήσεως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”